- συνεκφωνεῖται
- συνεκφωνέωexclaim at the same timepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετεκφώνητος — μετεκφώνητος, ον (Α) (αμφβλ. γρφ.) 1. αυτός που συνεκφωνείται, που εκφωνείται μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. (κατ επέκτ.) ο σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκφωνῶ, μέσω ενός αμάρτυρου *μετεκφωνῶ] … Dictionary of Greek